- αιθυιόθρεπτος
- αἰθυιόθρεπτος, -ον (Α)αυτός που τρέφεται με αίθυιες, με θαλασσοπούλια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰθυιόθρεπτος — feeding with sea birds masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)